Ληστέψανε την τράπεζα
και τι με νοιάζει εμένα
δεν είμαι με κανέναν.
Σου λέω καλά της κάνανε
γιατί μας προκαλούσε...
γεμάτη εκατομμύρια, ενώ κι ο Θεός πεινούσε!
Περαστικοί, αδιάφορα,
εκάτσαν κι εκοιτούσαν.
Του διευθυντή της οι κοιλιές,
κι αυτούς τους ενοχλούσαν.
Κάποιος πανικοβλήθηκε
μπας κι ήτανε ο γυιός του
κι ο ιδρωμένος λογιστής,
μπας κι ήταν ανεψιός του
κι όσο για τον ταμία
που πήγε ν' αμυνθεί,
όταν αναρωτήθηκε για ποιόν και το γιατί,
"στα τέτοια μου" ψυθίρησε
και γέμισε τις τσάντες.
"Αντε και καλή τύχη μάγκες!"
Στο μπάτσο βλέπεις πέρασε μονάχα η κοροϊδία,
να έχει την ψευδαίσθηση πως είναι εξουσία,
και τώρα η χήρα του με δυο ορφανά,
με τρεις κι εξήντα σύνταξη, τη μοίρα βλαστημά
και μια γνωστή αιτία...
Ψωρο-κορώνα-γράμματα
στο τζόγο της ζωής
"Επάγγελμα;" "Ποιό επάγγελμα;"
"Τί επάγγελμα;" "Ληστής"
Τα τέρατα δικάστηκαν με μάρτυρα την πείνα,
αποκλεισμένα μια ζωή σε ακούσια καραντίνα.
Η απελπισιά περίστροφο και σφαίρες της, οι ανάγκες
Αντε... και καλή τύχη μάγκες.
(μια καλή νύχτα ήθελα να σας πω και μπερδεύτηκα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου