24.12.06

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ (σκυταλοδρομία τριαντάφυλλων)

Τα τριαντάφυλλα χάνονταν τις νύχτες εκείνου του Χειμώνα…Για να ακριβολογήσω, ένα τριαντάφυλλο χανόταν κάθε νύχτα…σε εξαιρετικές περιπτώσεις και δυο… Όλα ήταν τριαντάφυλλα κήπων.

Τα τριαντάφυλλα των ανθοπωλείων ήξερε ότι δεν είχαν άρωμα. Ύστερα είναι κι εκείνη η μονοτονία της ομοιομορφίας τους που τα κάνει να φαίνονται σαν μεταλαγμένες παπαρούνες σε κορμό αγκινάρας…
- «που κολάει η αγκινάρα;» θα μου πεις.
- Φαίνεται ότι δεν έκλεψες ποτέ τριαντάφυλλο τη νύχτα…διαφορετικά θα είχες νοιώσει τ’ αγκάθια τους. Αυτή την αίσθηση του πόνου στα χέρια όταν τα κόβεις άτσαλα και βιαστικά (μη σε δουν οι άνθρωποι του σπιτιού και τρομάξουν ή οργιστούν)

[Πονεμένα δάχτυλα…γρατζουνισμένα χέρια, που έκρυβε τη μέρα στις κοινωνικές συναναστροφές]
…Σκούπιζε το αίμα στα χαρτομάντιλα του αυτοκινήτου, σαν γύριζε μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης, γιατί κατάφερε κι απόψε περασμένα μεσάνυχτα να βρει λουλούδι…

Ανθοκόμος δεν ήταν αλλά τον έμαθε η… περίσταση ότι δύσκολα βρίσκεις τριαντάφυλλα τις νύχτες του Δεκέμβρη στους κήπους… Να φταίει η εποχή ή μήπως οι κλιματικές αλλαγές;

[Είχε κάτι φίλους οικολόγους αλλά δεν τους ρώτησε ποτέ!...Του πήρε καιρό (από τότε που τους βρήκε για τελευταία φορά ) για να ξεπεράσει την απογοήτευσή του, σαν κατάλαβε ότι από κλίμα ξέρουν αλλά δεν ερωτεύονται πια…]

Έπειτα οδηγούσε για 2 τετράγωνα πιο κάτω, σταματούσε, άναβε το φως κι έκοβε τ’ αγκάθια απ’ τα τριαντάφυλλα. Δεν ήθελε να τρυπηθεί κι αυτή…
«Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν γλύτωσε απ’ τον πόνο του με το να πονέσει κι ένας ακόμη…», σκεφτόταν, αν και -μεταξύ μας- αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να μην πονέσει εκείνη…

Έπειτα πλησίαζε το σταθμευμένο αυτοκίνητό της με βήμα αργό και σταθερό σαν εκείνου που βαδίζει για συγκεκριμένο προορισμό…Μόλις έφτανε, κοιτούσε μέσα απ’ το παρμπρίζ του αυτοκινήτου της, στο ταμπλό εκεί επάνω απ’ το τιμόνι, να δει αν υπάρχουν τα προηγούμενα τριαντάφυλλα. Κι αφού τα μετρούσε όλα, στεκόταν για λίγο να τα χαρεί έτσι νωχελικά ξαπλωμένα ν’ αποξηραίνονται για να ζήσουν για πάντα…
Ύστερα ψιθύριζε ένα «καρδούλα μου», γιατί μετέφραζε την ύπαρξή τους σαν σημάδι σιωπηρής αποδοχής (ο ήχος της σιωπής της…) και τότε άφηνε το φρεσκοκομμένο στον υαλοκαθαριστήρα της, να το βρει μετά από λίγο, να το πάρει με το χέρι της και να το βάλει συντροφιά με τ’ άλλα…κι όλα αυτά να συμβαίνουν σε μια ονειρική σκυταλοδρομία τριαντάφυλλων.

Φεύγοντας χάϊδευε τα τρυπημένα του δάχτυλα, που και την άλλη ημέρα ένοιωθε, που και που, κάποιο αγκάθι να είναι ακόμη ξεχασμένο μέσα τους… Ποτέ δεν σκεφτόταν να το βγάλει…

Δεν ήταν μαζοχισμός… ήταν έρωτας… Κι όμως δεν ήταν ερωτευμένος με τη συγκεκριμένη γυναίκα! Έκανε απλά «συντήρηση» στις ερωτικές του χορδές…
…τουλάχιστον έτσι της είπε την ΠΡΩΤΗ και ΜΟΝΗ νύχτα, που της μίλησε γι’ αυτό, για να εισπράξει ένα: «εσύ τα άφησες;» χωρίς να θελήσει (ή να τολμήσει;) να της ζητήσει διευκρίνιση αν αυτός ο λόγος της έκρυβε ενθουσιασμό ή απογοήτευση… Του είπε και τ’ άλλο: «πως τα ‘χει τόσο ανάγκη αυτό τον καιρό!...»
Κι από τότε εκείνος ταξίδευε σιγοσφυρίζοντας τον ήχο της σιωπής της…

Από παιδί αναρωτιόταν αν γινόταν «εκείνο που για τον ένα είναι τριαντάφυλλο, να είναι για τον άλλο μόνο αγκάθι…» Πέρασαν χρόνια για να λύσει μόνος του το γόρδιο δεσμό του και να καταλάβει -εκείνες τις νύχτες με τα κλεμμένα τριαντάφυλλα- ότι στην ζωή του πάντα, αυτός πρόσφερε τα ροδοπέταλα και κρατούσε τ’ αγκάθια…
Αυτό ήταν και σύνθημά του πια: «Για έναν κόσμο με λιγότερα αγκάθια»

23.12.06

ΤΟ ΤΟΥΒΛΟ

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων…
Εκείνος ήταν νέος κι επιτυχημένος brand manager / project manager / IT specialist! Οδηγούσε πολύ γρήγορα τη νέα του τζάγκουαρ στα στενά δρομάκια αλλά είχε ένα μόνιμο φόβο. Πρόσεχε για τα παιδιά, επειδή -έλεγε- καμιά φορά μερικά πετάγονται στα ξαφνικά ανάμεσα από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα και…
Κανείς δεν ξέρει αν ήταν από αγάπη για τα παιδιά ή γιατί δεν θα ήταν κι ότι καλύτερο αν του συμβεί κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα σήμερα που έκανε τις πρώτες του βόλτες με το ολοκαίνουργο κατακόκκινο τζάγκουαρ…
Κάποια στιγμή νόμισε ότι είδε κάτι κι έκοψε ταχύτητα. Κοίταξε καλύτερα αλλά δεν ήταν τίποτε. Έκανε να πατήσει και πάλι το γκάζι όταν ξαφνικά ένα τούβλο έπεσε με δύναμη στην πόρτα του συνοδηγού!
Πατάει αμέσως φρένο και κάνει όπισθεν, ώσπου φτάνει δίπλα σε δύο παιδιά, που ήσαν ανάμεσα από δύο σταθμευμένα αυτοκίνητα.
Πετάγεται έξω από το αυτοκίνητό του, πιάνει το παιδάκι που ήταν πιο κοντά του απ’ το γιακά και το τραντάζει φωνάζοντάς του: «Γιατί το κάνατε αυτό; Πώς σας ήρθε να κάνετε κάτι τέτοιο; Μου κάνατε ζημιά στο νέο μου αυτοκίνητο! Ξέρεις πόσα λεφτά θέλω για να το επιδιορθώσω;»
Το παιδάκι με απολογητικό ύφος του λέει: «Σας παρακαλώ κύριε. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Δεν υπήρχε περίπτωση να σταματούσατε με άλλο τρόπο»…
Κι ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάγουλα ως το σαγόνι του, του έδειξε πίσω από ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο ένα αγοράκι πεσμένο στα λασπόνερα…
-«Είναι ο αδερφός μου. Όπως παίζαμε τον έριξα κατά λάθος από το αναπηρικό του καροτσάκι. Εγώ και ο φίλος μου δεν μπορούμε να τον ανεβάσουμε. Σας παρακαλώ βοηθήστε με να τον ανεβάσω γιατί είναι πολύ βαρύς για μας».
Ο brand manager / project manager / IT specialist, έμεινε βουβός, με νωπά τα συναισθήματα του θυμού κι ένα τεράστιο κόμπο στον λαιμό του. Με αργές κινήσεις σήκωσε το αγόρι και το έβαλε στο αναπηρικό του καροτσάκι. Κατόπιν πήρε από το αυτοκίνητό του ένα χαρτομάντιλο και του σκούπισε το γόνατο που αιμορραγούσε…
-«Θα γίνεις γρήγορα καλά, δεν είναι τίποτα το σοβαρό», του είπε ενώ του έριξε ένα βιαστικό βλέμμα.
Το αγοράκι του απάντησε: «Σας ευχαριστώ πολύ κύριε, να είστε πάντα καλά!»
Ο brand manager / project manager / IT specialist! απλά κοιτούσε τα παιδιά χωρίς να ξέρει τι να πει… μέχρι που ξεκίνησαν για το σπίτι τους. Τότε προχώρησε κι αυτός σκεπτικός και με βήμα βαρύ προς το τζάγκουαρ…
Όμως η απόσταση του φαινόταν τώρα τεράστια και ο δρόμος δύσβατος. Τώρα πια ένοιωθε τη ζημιά από το τούβλο μηδαμινή.

Δεν έφτιαξε ποτέ την βαθουλωμένη πόρτα. Ίσως για να του θυμίζει το όλο περιστατικό και το ηθικό του δίδαγμα:

Μην περνάτε από την ζωή τόσο γρήγορα, ώστε για να σας τραβήξει κάποιος την προσοχή να είναι απαραίτητο να σας πετάξει τούβλο!!!

Αφού διαβάσατε αυτή την ιστορία είναι απλά δική σας επιλογή τι θα σκεφτείτε και πόσο θα σας επηρεάσει. Όμως πάντα να θυμάστε ότι υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας, που θέλουν να μιλήσουν στην καρδιά μας. Που θέλουν να αγγίξουν την ψυχή μας. Είναι δίπλα μας... υπάρχουν...
Ίσως μας φωνάζουν αυτό που θέλουν αλλά εμείς δεν τους ακούμε μέσα στην καθημερινότητά μας, στα προβλήματα και στα άγχη της...
Μπορεί μερικοί να μας έχουν ανάγκη και εμείς να το αγνοούμε. Μα, τότε τι πρέπει να κάνουν; Μήπως να μας πετάξουν ένα τούβλο στο κεφάλι;… Και αν δεν το κάνουν ποτέ;

Κανείς δεν μπορεί να ζήσει μια ολόκληρη ζωή χωρίς θλίψη, γεμάτη μέρες ηλιόλουστες. Όμως ένας άνθρωπος μπορεί να μας δώσει (ή να πάρει από εμάς) δύναμη.
Να μας ανακουφίσει από τα δάκρυα.
Ένας άνθρωπος μπορεί να φέρει φως στην ζωή μας.

[Διαβάστε τη συνέχεια πολύ αργά:]
Για να γίνουν όμως αυτά πρέπει να αφήνουμε τους άλλους να μας πλησιάσουν. Αλλά για να μας πλησιάσουν πρέπει να «βαδίζουμε» αργά και προσεκτικά, για να ανακαλύψουμε ότι υπάρχουν...
Αντί να βλέπουμε τον κόσμο σαν ατομική μας αυτοκρατορία ή σαν προσωπική μας κόλαση… αντί να τους αναγκάσουμε να μας πετάξουν ένα ολόκληρο τούβλο… δεν είναι πιο απλό να ρίξουμε ένα βλέμμα γύρω μας;

[Καλά Χριστούγεννα]

18.12.06

O ΑΣΧΗΜΟΣ...μη φοβάσαι την αγάπη...

Στη γειτονιά μου όλοι ήξεραν ποιος είναι ο Άσχημος. Ήταν ένας κεραμιδόγατος! Ο Άσχημος αγαπούσε τρία πράγματα: να παλεύει με άλλους γάτους, να χώνεται για κολατσιό μέσα στα σκουπίδια και …να του κάνεις χάδια. Εύκολα καταλαβαίνετε ότι οι τρεις αγάπες του είχαν σημαδέψει την εμφάνισή του…

Ο Άσχημος είχε μόνο ένα μάτι και στη θέση του άλλου είχε μόνο ένα κενό, μια τρύπα. Του έλειπε το αυτί από την ίδια πλευρά και το αριστερό του πόδι, που είχε κάποτε σπάσει κι έθρεψε χωρίς την βοήθεια κτηνιάτρου, φαινόταν κάπως περίεργο. Είχε ένα εξόγκωμα και μια αφύσικη κλίση, που νόμιζες συνέχεια ότι γέρνει προς την μία πλευρά. Η ουρά του εδώ και καιρό είχε απομείνει μισή.
Ήταν ένας γκρι κεραμιδόγατος με λίγο καφεκόκκινο στους ώμους από τις πληγές.

Όταν τον έβλεπες, έλεγες: «Αυτός είναι ένας πραγματικά άσχημος γάτος!».
Τα παιδιά δεν ήθελαν να τον αγγίζουν και οι μεγάλοι του πετούσαν πέτρες, όποτε τους πλησίαζε.

Παρ’ όλα αυτά ο Άσχημος πάντα προσπαθούσε να τους πλησιάσει και να τριφτεί στα πόδια τους. Ό,τι και αν του έκαναν, αυτός εκεί να ζητάει ένα χάδι. Τον κλωτσούσαν, του πετούσαν αντικείμενα, του έριχναν νερό, του φώναζαν… μα αυτός επέμενε όλο και περισσότερο… να τους πλησιάζει…

Μία μέρα που ο Άσχημος μπήκε στην αυλή του γείτονα, τα σκυλιά του δεν αντέδρασαν και τόσο φιλικά στην παρουσία του στην αυλή τους και τον τραυμάτισαν πολύ άσχημα.
Από το σπίτι μου άκουγα το ουρλιαχτό του, δεν άντεξα κι έτρεξα να τον βοηθήσω. Όταν έφτασα ήταν ξαπλωμένος κι αιμορραγούσε. Σκέφτηκα ότι η άθλια ζωή του έφτανε στο τέλος της. Ήταν σαν να είχε δάκρυα στο μοναδικό του μάτι. Τον πήρα αγκαλιά και όσο τον μετέφερα έβγαζε περίεργους ήχους κι έτρεμε.

Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να πονάει πολύ… όταν ξαφνικά κατάλαβα ότι ο Άσχημος (αμετανόητα αγαπησιάρης, και μέσα στον πόνο του) προσπαθούσε να μου γλύψει το αυτί!... Ένιωσα ένα περίεργο συναίσθημα. Τον έφερα περισσότερο κοντά μου για να φτάνει κι αυτός έτριβε το κεφαλάκι του στην παλάμη μου. Μέσα στον αφόρητο πόνο του, ακόμη και την ύστατη στιγμή του, έδινε και ζητούσε πάλι αγάπη…
Πέθανε στα χέρια μου όταν έμπαινα στο σπίτι. Τον τύλιξα με μια ζεστή κι απαλή κουβέρτα, που είχε μείνει από τότε που τα παιδιά ήταν μωρά και συνέχισα να τον κρατάω αγκαλιά για πολύ ώρα ακόμα και να σκέπτομαι…

Ο Άσχημος ήταν το πιο όμορφο και αγαπητό πλάσμα που είχα δει ποτέ. Τις στιγμές που τον έδιωχνα άτσαλα… ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να με δαγκώσει ή να με γρατζουνίσει. Και μέχρι το τέλος του με κοιτούσε με το ένα του ματάκι με εμπιστοσύνη, σαν να πίστευε ότι θα τον ανακουφίσω από τον πόνο.

Πως είναι δυνατόν ένα πλάσμα που είχε αντιμετωπίσει τόση έχθρα και κακία να πεθάνει με τόση γλύκα; (προσπαθώντας να γλύψει ένα αυτί);

Ας με συγχωρήσουν οι δάσκαλοί μου αλλά τελικά αυτός ο γάτος με δίδαξε πολύ περισσότερα απ’ τα βιβλία τους.
Μπορεί να ήταν άσχημος εξωτερικά αλλά εσωτερικά ήταν απίστευτα όμορφος.
Με έμαθε ότι είναι όμορφο να αγαπάς αληθινά και βαθειά, μέχρι θανάτου. Ότι είναι όμορφο να δείχνεις πόσο νοιάζεσαι τους ανθρώπους, που στέκουν πραγματικά δίπλα σου. Να εκτιμάς τα αισθήματα των άλλων, να τους δείχνεις ότι μετρούν για σένα. Κι αν τους είπες δυο λόγια αγάπης, χρειάζονται να τ’ ακούσουν ξανά και ξανά, επίμονα όπως ο Ασχημος.

Πολλοί άνθρωποι θέλουν να γίνουν πλουσιότεροι και πιο επιτυχημένοι. Να είναι όμορφοι και ν’ αρέσουν σε πολλούς. Εγώ θέλω μόνο να γίνω σαν τον Άσχημο.
Εσείς;

10.12.06

Δεν θα σου πάρει πολύ...

Καλησπέρα.
Όλα γίνονται γρήγορα, αυτόματα, απλά...εκεί πέρα. Δεν χρειάζεται να κοπιάσεις. Άλλωστε -σκέπτεσαι- δεν τα προκαλείς ούτε τα ελέγχεις. Αφού δεν συμβαίνουν εδώ.
Όλα γίνονται εκεί!...πάντα γίνονται εκεί!
Εκ γενετής πρεσβύωπας βλέπεις μόνο μακριά, εκεί! Κάποτε το έλεγες και μαγκιά αυτό: «εγώ βλέπω μακριά»! Γιατί το εδώ, το κοντινό πλάνο, σ’ ενοχλεί. Σε ενοχλεί γιατί είπαμε πως έχεις την πρεσβυωπία σου.
Μα κι όσα συμβαίνουν κοντά, εσύ δεν τ' αφήνεις. Τα καταγγέλλεις…τα καταγγέλλεις… Καταγγέλλεις… αυτούς που ευθύνονται… με τη δράση και την παράλειψή τους… (Το φρικτό άλλοθι του καταγγελτικού…)

Έπειτα είναι Κυριακή! Η παιδοψυχολόγος, σου είπε σε κάθε τόνο ότι τουλάχιστον η Κυριακή είναι ημέρα του δικού σου ΚΥΡΙΟΥ: είναι ημέρα του ΠΑΙΔΙΟΥ ΣΟΥ.
Να το πάρεις και να το βγάλεις έξω!
Άλλωστε δεν είναι κατ’ ανάγκη για την ψυχούλα του (πότε βρήκες το χρόνο να την σκεφτείς μέσα στο τρέξιμο για τα «πρέπει» της εβδομάδας;… Σχολείο, Φροντιστήριο, μα και Μουσική, Μπαλέτο, Γήπεδο, Κινηματογράφο…όλα είναι αυστηρά καθορισμένα στο πλαίσιο ενός Κώδικα παιδαγωγικής ψυχοπαθολογίας)

Έπειτα είναι Κυριακή! Είναι η μέρα του παιδικού επιταφίου! Η μέρα της παιδικής περιφοράς! Της περιφοράς του παιδικού επιταφίου! Που βγάζουν οι γονείς τα παιδιά έξω! Το ίδιο κάνουν και οι απέναντι. Άλλωστε γι’ αυτό τα βγάζουν για να το δεις! Αυτό περιμένουν, να σε δουν! Να σε ελέγξουν αν το κάνεις!

Σήμερα είναι Κυριακή! Θυμάμαι που μου έλεγες ότι εκείνος ο φίλος παίρνει τα παιδιά του και κάνει επίσκεψη κάθε Κυριακή και σ’ ένα σπιτικό του χωριού τους, που μένουν γερόντια μόνα… Παίζουν τα παιδιά στην αυλή, ακούνε κάποιο παραμύθι ή ιστορία από τα παλιά κι ανταλλάσσουν δώρα. Μια Fanta ή ένα μπουκάλι κρασί για τους παππούδες κι ένα ζευγάρι αυγά απ’ αυτούς…
Εκείνος ο φίλος, παράξενος άνθρωπος…Μα δεν βλέπει πως χάνουν τα παιδιά τα Κυριακάτικα παιδικά προγράμματα στην tv;

O χρόνος να διαβάσεις αυτό το κείμενο εξισώνεται στην πραγματικότητα, με τρεις θανάτους παιδιών από πείνα αρκετά χιλιόμετρα μακριά, που χάρη στον γαμάτο πολιτισμό σου, έχεις καταφέρει να μηδενίσεις όποτε γουστάρεις. Αλλά εσύ κι εγώ έχουμε άλλες προτεραιότητες.

Εγώ γράφω, εσύ διαβάζεις, εσύ πιθανόν ενοχλείσαι και μόνο που στο ανέφερα, αλλά εγώ σόρι πρέπει να προσθέσω ότι μόλις πέθαναν ακόμα δυο παιδιά από έιτζ.
Α, και μια που ‘σαι ακόμα εδώ, να σου θυμίσω να μην ξεχάσεις να τηλεφωνήσεις στην Αλβανίδα. Να της θυμίσεις, αύριο να μετρήσει την πίεση της γιαγιάς και να κάνει το εμβόλιο στο σκύλο. Εσύ δεν μπορείς. Έχεις να πλύνεις το κάμπριο και να ποτίσεις τα λουλούδια.
Δεν θα σου πάρει πολύ χρόνο, έξι παιδιά υπόθεση το πολύ.

Σε κακοκάρδισα; Ήθελες κάτι με χιούμορ; Περίμενες πάλι κάτι έξυπνο, ευρηματικό κι αλλιώτικο;
Πιθανό να μην έφτασες ούτε καν μέχρι εδώ. Μα είναι απίθανό να τα λέω μόνος μου.
Ξέρω ότι στο τέλος ενός κειμένου φτάνουν λίγοι.
Μα σίγουρα φτάνουν. Όσοι αντέχουν.
Γι’ αυτούς μ’ αρέσει πάντα να προσέχω το τελείωμα… για χάρη τους! Είναι μια άλλη ράτσα αυτοί.
Ξέρουν να βλέπουν όρθιοι τον αγώνα μέχρι τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων.
Ναι, είναι ενοχλητικοί, γιατί όρθιοι καθώς στέκουν, κρύβουν τη θέα των καναπεδιασμένων.
Μα αυτοί εκεί επιμένουν να ζουν το παιχνίδι σαν παίκτες, προπονητές και παρατηρητές διαιτησίας μαζί.

…Έφτασες μέχρι εδώ; Με διάβασες; Δεν θα σου πήρε και πολύ χρόνο. Άντε εφτά παιδιά αν υπολογίσεις και τις κακοποιήσεις.

(σ' ευχαριστώ Κωνσταντίνα...)

6.12.06

Μη φοβάσαι την αγάπη

«Αχ, στην αρχή των τραγουδιών
το αχ είναι γραμμένο
είναι γλυκό, είναι πικρό, δείρετε
είναι κι ονειρεμένο…»


[…αρχικά να αφιερώσω κι εγώ αυτό το τραγούδι στα παιδιά που με «μεθούν» (…και χωρίς εισαγωγικά), όταν μου το τραγουδούν κάποια Σαββατόβραδα στο μουσικοπωλείον «Άνω Κάτω»]
Αφιερωμένο σ’ αυτά και σ’ όλους τους αγαπημένους μου φίλους, είναι και το κείμενο αυτό, που αποτελεί ένα μικρό αφιέρωμα στην αγάπη…
Γιατί η αγάπη είναι υπέρβαση και αντίσταση σ’ ένα κόσμο που μας θέλει αφιονισμένους χρυσοθήρες, πλουτολάγνα αρπακτικά, ευΔαιμονισμένα τρωκτικά, αλεπούδες κι ασβούς χωμένους στις υπόγειες στοές μας, να μετράμε τις νύχτες «όσα» μαζέψαμε με μανία στο γιουσουρούμ της ζωής, που ξεπουλάμε την υπαρξιακή μας πραμάτεια…


Ας αρχίσουμε μ’ ένα απόσπασμα από την προς Κορινθίους επιστολή Α΄, κεφ.ΙΓ- Αποστόλου Παύλου:
1. Ακόμα κι αν μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αν δεν έχω αγάπη, γίνομαι ένας τενεκές που θορυβεί, ένα κύμβαλο που αλαλάζει.
2. Aκόμα κι αν μπορώ να προβλέπω το μέλλον, ακόμα κι αν λύσω όλα τα μυστήρια, ακόμα κι αν αποκτήσω όλη την γνώση, και τόση πίστη, ώστε να μετακινώ ακόμα και βουνά, αν δεν έχω αγάπη, δεν είμαι τίποτα
3. Aκόμα κι αν απαρνηθώ όλα μου τα υπάρχοντα, και παραδώσω το σώμα μου να καεί, αν δεν έχω μέσα μου αγάπη, τίποτα δεν κερδίζω.
4. Η αγάπη είναι μεγαλόψυχη, ευγενική, η αγάπη δεν φανατίζεται, δεν επαίρεται, δεν είναι ακατάδεκτη.
5. H αγάπη δεν ασχημονεί, δεν είναι συμφεροντολόγα, δεν χάνει τον έλεγχο, δεν σκέφτεται το κακό.
6. Δεν χαίρεται για την αδικία, πανηγυρίζει για την αλήθεια.
7. Όλα τα ανέχεται, όλα τα θεωρεί δυνατά, πάντα ελπίζει, τα πάντα υπομένει.
8. Η αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει, ακόμα κι αν όλες οι προφητείες διαψευστούν, ακόμα κι αν όλες οι γλώσσες σβήσουν, ακόμα και αν όλη η γνώση χαθεί.
9. Λίγα γνωρίζουμε και λίγα μπορούμε να προβλέψουμε.
10. όταν όμως έρθει το όλον, τα μερικά θα ξεχαστούν.
11. όταν ήμουν νήπιο, σαν νήπιο μιλούσα, σαν νήπιο σκεφτόμουν, νήπιο με θεωρούσαν. Όταν όμως έγινα άντρας, απέβαλα κάθε τι νηπιακό.
12. Παρόμοια, μόλις που διακρίνουμε το αίνιγμα, μέσα από έναν καθρέφτη, αλλά, όταν έρθει η ώρα, θα το αντικρύσουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα, δεν γνωρίζω παρά ένα μέρος της αλήθειας, τότε, θα την γνωρίσω σε βάθος.
13. Τώρα όμως, δεν απομένει παρά η πίστη, η ελπίδα, και η αγάπη, αυτά τα τρία
και το πιο σημαντικό απ’ όλα, είναι η αγάπη.
(η απόδοση των λόγων του Παύλου είναι από το blog του Μαύρου Πρόβατου, μάλλον, που βρήκα και μου άρεσε προ καιρού. Να ναι καλά)

Μπορούμε ν’ αγαπάμε ακόμη;
…αν αφήνουμε πίσω το παρελθόν και ζούμε το τώρα. Γιατί μόνο αυτό έχουμε. Και τη δυνατότητα να σχεδιάζουμε το μέλλον από κοινού. Να ονειρευόμαστε μαζί.
…αν απελευθερωθούμε από τη μνησικακία, το θυμό, το ζήλια, το μίσος κι όλα εκείνα που γεννάει ο ανταγωνισμός.
…αν σεβόμαστε τις ιδέες του άλλου, τη φιλοσοφία του άλλου και μαθαίνουμε να ακούμε (πραγματικά) όταν συζητάμε.
…αν δεν γινόμαστε κτητικοί. Αν δεν θέλουμε να «κατέχουμε» το άλλο άτομο. Αν αισθανόμαστε απλά «συνδιαχειριστές» της σχέσης.
… αν είμαστε ευγνώμονες…(«σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις»…)
«…αχ, συ που φεύγεις, που τραβάς,
που πας και ξεμακραίνεις,
ώρες στα ρυάκια χώνεσαι,
ώρες στα όρη βγαίνεις…
…αχ, τα τραγούδια είν’ ευχή
και πάρε την μαζί σου,
στ’ αρώματα, στα χρώματα,
στις μουσικές χαρίσου…»