7.8.11

Κάθε ταξίδι, ένα προσκύνημα…

Υπάρχουν άνθρωποι που ταξιδεύουν κολλημένοι με τον καναπέ τους. Δεν μιλάω γι’ αυτούς, που έβγαλαν ρίζες στον καναπέ και δεν ξεκουνάνε ούτε μέχρι το πιο κοντινό ακρογιάλι.
Μιλάω για τους τραγικότερους: αυτούς που φεύγουν για ταξίδι, δρόμο παίρνουν- δρόμο αφήνουν, με τον καναπέ αγκαλιά…
Μα έτσι, ποια είναι η πρόκληση του ταξιδιού; Τι θα πάρουν από ένα ταξίδι; Μήπως όλα ξεκινούν από το «τι δε θα πάρουν μαζί τους;»…
(Πόσο θα θελα να έπαιρνα 100 mail με θέμα: τι σημαίνει «ταξιδεύω» για εσάς…)


Πάμε λίγες ερωτήσεις;

Όταν είσαι ταξιδιώτης νοιώθεις πως είσαι και προσκυνητής;
Βλέπεις να εμφανίζονται στο δρόμο σου χαρακτήρες;
Είσαι σε διαρκή κίνηση για να μπορείς να βρεις τους χαρακτήρες, που για να «ταξιδέψεις» πρέπει οπωσδήποτε να βρεθούν;
Όταν ταξιδεύεις αισθάνεσαι να βιώνεις μια μεταμόρφωση;
Το πιστεύεις, γι’ αυτό αφήνεις τη ζωή να σε καθοδηγήσει;...
Κάθε μέρα αισθάνεσαι πως είναι διαφορετική;… Κάθε μέρα μπορεί να έχει μια μαγική στιγμή!…
Την βλέπεις σαν μια «ευκαιρία»; Ή χάνεσαι σε λογικές αναισθησίας: «Αχ αυτό είναι βαρετό. Θέλω να ξεκουραστώ από τη δουλειά μου…» Μα τότε τη δουλειά σου την έχεις στη βαλίτσα σου και την κουβαλάς στο ταξίδι σου και στο βαραίνει, δε νομίζεις;

Γνωρίζεσαι με «αγνώστους», όταν ταξιδεύεις; Ξέρεις πόσοι ενδιαφέροντες άνθρωποι σου λείπουν, μόνο και μόνο επειδή οι γονείς σου σε φόβισαν και σου είπαν «μη μιλάς σε ξένους»;
Όταν επισκέπτεσαι ένα τόπο, διαλέγεις να πας από την πιο μακρινή διαδρομή;… Στο τέλος, το ταξίδι είναι το μόνο που έχεις. Δεν έχει καμιά σημασία αν συσσωρεύεις ή ξοδεύεις υλικό πλούτο. Ευκαιρίες να πεθάνουμε, έτσι κι αλλιώς, θα έχουμε πολλές. Οι βουτιές στη ζωή είναι το ζητούμενο…

Ήταν θυμάμαι Καλοκαίρι στη Σίφνο. Μου άρεσε το πρωί να πίνω καφέ χωρίς την παρέα μου. Είναι μια επιδημία που δεν γλιτώνεις, όταν βρεθείς στο Αιγαίο. Καφεΐνη, νικοτίνη, το απέραντο γαλάζιο κι ό,τι τύχει. Ίσως η σιγουριά ότι κάτι απρόσμενα όμορφο είναι πολύ πιθανό να σου τύχει… κι όσο είσαι μόνος είσαι πιο ανοιχτός στο απρόσμενο…

Πίνω καφέ και κοιτάζω τη θάλασσα. Στον καφενέ υπάρχει ένας παππούς που καπνίζει το τσιμπούκι του κι η Μάρα, μια Σαλονικιά φοιτήτρια της σχολής καλών τεχνών, που φτιάχνει το πορτραίτο του. Προσπαθεί τουλάχιστον...
Αυτός την κοιτάζει απορημένος… Αυτή το απολαμβάνει.

Που και που αφήνει το πορτραίτο και παίρνει ένα φλάουτο από το «ταγάρι» της, πάει στο διπλανό τραπέζι, στο τραπέζι του, και του παίζει… «πότε θα ανοίξουμε πανιά να κάτσεις στο τιμόνι…». Όταν τελειώνει του χαμογελάει, τον ρωτά αν του άρεσε, της απαντά «καλό ήτανε» και του υπόσχεται ότι την επόμενη θα καταφέρει να το παίξει πιο καλά… Φεύγει, γελαστά και τσαχπίνικα, να συνεχίσει την προσωπογραφία του καλού παππού της…

Νοιώθω τυχερός, που τους βλέπω…

Η ίδια ιστορία γίνεται 4-5 φορές, μα δεν του δείχνει το πορτραίτο. Ντρέπεται. Δεν είναι ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα…
Όταν έρχομαι κοντά του λέει και σου παίζω μουσική, βλέπω πράγματα που χάνονται σαν πάω να δουλέψω με τα πινέλα.
Τότε αυτός παίρνει ένα κομμάτι τζάμι από το τραπέζι, το βάζει μπροστά στα μάτια της κι όπως κάθονται αντικριστά τη ρωτά: «τι βλέπεις;»… «Εσένα», του απαντά.
Της ζητά ένα καθρεφτάκι, του το δίνει και το κρατά μπροστά στα μάτια της. Τώρα «τι βλέπεις;» την ξαναρωτά και του απαντά γελώντας με απορία: «εμένα, βλέπω»

«Ε, λοιπόν, είδες διαφορά;» της λέει. «Έβαλα στα μάτια σου το ίδιο υλικό, γυαλί. Η διαφορά είναι ότι τη δεύτερη είχε και μια στρώση ασήμι. Βγάλε το ασήμι από τα μάτια σου. Κοίτα με τα μάτια σου καθαρά. Κοίτα με σαν να είμαι εγώ. Μη με κοιτάς όπως μ’ έχεις στο μυαλό σου…»

ΥΓ.Μήπως δεν είναι μόνο το ταξίδι αλλά όλη η ζωή ένα προσκύνημα;

Δεν υπάρχουν σχόλια: