Να γράφεις τόσο ελεύθερα σαν να μην πρόκειται να σε διαβάσει κανείς… Να βγάζεις σεργιάνι το μεγαλείο της καρδιάς σου να δρέψει χαμόγελα «απ’ αλλού»…σαν να μην πρόκειται να στην προδώσει κανείς…
30.4.12
6 Μαΐου 2012: Εκλογές την Κυριακή του Παραλύτου
9.4.12
Η Εμμυ Χριστούλα αποχαιρετά τον πατέρα της Δημήτρη Χριστούλα
[Ένας αποχαιρετισμός που ομολογώ ότι ζήλεψα! Θα ήθελα το παιδί μου να μιλάει έτσι για μένα. "Τυχερός" τελικά ο Δημήτρης Χριστούλας!]
Πατέρα, Σύντροφε…
Γεννήθηκες με ένα πειρασμό: ν’ αλλάξεις τον κόσμο!...Γιατί καταλάβαινες ότι τούτος ο κόσμος είναι πολύ κακός για να είναι οριστικός.
Περπάτησες ναρκοθετημένες δεκαετίες, της πτήσης και τελικά της πτώσης της γενιάς σου, μα άντεχες!
Ξόδεψες ολόκληρη την περιουσία σου, το πεπαιδευμένο μυαλό σου σε ιδέες ευγενικές για ουράνια τόξα αλλά ήλθαν οι καταιγίδες, μα άντεχες!
Αυτό που πίστεψες το θεώρησες αθάνατο κι ανθεκτικό, ενώ αυτό αποδεικνυόταν θνητό και ευάλωτο, μα άντεχες!
Κάθε φορά που χάναμε είχες τη φούρια των προσεχών αγώνων, των μελλοντικών ρεβάνς αλλά ξαναχάναμε, μα άντεχες!
Είδες τους ποιητές μας να τους σκοτώνουν μεγάλες αντένες, είδες επίσημα βολέματα και πολλών αργυρίων προδοσίες, μα άντεχες!
Το όραμά σου παρέμενε πάντα ως κάποτε, ως προσδιορισμός της επιθυμίας σε επόμενο χρόνο, σίγουρα μακρινό, μα άντεχες!
Έβαζες το αυτί σου στο πονεμένο έδαφος της ανθρωπότητας, άκουγες θορύβους, άκουγες προετοιμασίες πολυπόθητων πράξεων και μετά σιωπή, μα άντεχες!
Τέτοιες μέρες να σε πολιορκούν χρόνια τώρα κι εσύ ν’ αντέχεις… Όπως το Καλοκαίρι στην πλατεία συντάγματος, που εισχωρούσες στις νεανικές παρέες κάθε βράδυ κι αναβάπτιζες το χρόνο σε στιγμές που δε θυσιάστηκαν ακόμα. Τότε έλεγες «όλα είναι μπροστά»!...
Όμως, πατέρα, ο καιρός αποσύρθηκε. Μετατράπηκε σε ένα ακόμη παρελθόν, σ’ ένα ακόμη τέλος. Στο πιο σκληρό και επικίνδυνο τέλος.
Αυτό πατέρα δεν το άντεξες.
Σου ήταν αδιανόητο να σκοτώνουν την ελευθερία, τη Δημοκρατία, την αξιοπρέπεια!
Σου ήταν αδιανόητο να ορθώνουν γύρω μας τον κλοιό του πιο σκληρού κοινωνικού και πολιτικού απαρτχάιντ.
Σου ήταν αδιανόητο να εκχωρούν την ανεξαρτησία και να εκχωρούν τα κλειδιά της πατρίδας μας.
Σου ήταν αδιανόητο η Ελλάδα να μην αναγνωρίζει τα παιδιά της και τα παιδιά της να μην αναγνωρίζουν την Ελλάδα.
Σου ήταν αδιανόητη η κτηνωδία του Καπιταλισμού να περιδιαβαίνει τις ζωές μας και γύρω μας να μην συμβαίνει τίποτε –ή σχεδόν τίποτε…
Και τότε, πήρες την απόφασή σου: Αποφάσισες να γίνεις ο φόβος, ο θάνατος, η μνήμη η ανήμερη, ο καημός της χαλασμένης μας ζωής!
Αποφάσισες να πολιορκήσεις το «κοίταζε τη δουλειά σου»!
Αποφάσισες να θρυμματίσεις τον ύπνο μας!
Αποφάσισες τα λόγια σου να γίνουν σφαίρες αμέτρητες στους αδιάφορους διαβάτες. Και είναι αυτός ο λόγος σου, πατέρα, που η πράξη σου είναι βαθύτατα πολιτική!
Η απόφασή σου δεν αποτελεί παρά «το σπάραγμα μιας ζωής που ζητάει να ζήσει!...», όπως γράφει ο Ρίτσος. Και είναι αυτός ο λόγος, πατέρα, που η πράξη σου είναι έξοχα ποιητική!
Ήρθε τώρα η ώρα των λογαριασμών. Εσύ το πλήρωσες με τη θυσία σου. Τώρα είναι η ώρα η δική μας!
Πατέρα, είναι τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, γιατί δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα τόσο δα, ξέφτι από την προσδοκία σου.
Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, για να πάρουμε το κομμάτι που μας αναλογεί από το όνειρό σου.
Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, για να πολλαπλασιάσουμε το όνειρο, αυτό που τώρα κουβαλάμε πιο βαριά, γιατί με την απουσία σου λιγοστεύουν οι πλάτες.
Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, γιατί όπως έγραφε το σημείωμα ενός νέου στην πλατεία συντάγματος: «είμαστε 11.000.000 ζωντανοί και το όνομά μας είναι ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ!»
Πατέρα μου, εμένα και τη σύντροφο της ζωή σου, τη μάνα, το ξέρεις, δε μας αφήνεις μετέωρες. Έχουμε πάντα στο μυαλό μας εκείνο το τελευταίο σου βλέμμα και θα είναι το απάγκιο μας όταν αγριεύουν οι μέρες και μας απειλούν.
Σύντροφε, πατέρα, μεγάλωσα πια και με αναγκάζεις να μάθω ξανά τις συλλαβές, να βάλω τα άρθρα, να φτιάξω τις προτάσεις, να ξαναψελλίσω τον κόσμο, να ανασυνθέσω τον ορίζοντα και να τον ξαναταξιδέψω αλλά όχι με μεσίστιες σημαίες, γιατί όπως εσύ μου υπογράμμισες στο τελευταίο βιβλίο που μου χάρισες στις 15 του Μάρτη και ζήτησες να γίνει το Ευαγγέλιό μου:
«…Η δίκη του τυράννου είναι η εξέγερση
Η απόφαση είναι η ανατροπή της εξουσίας του
Η ποινή, αυτή που απαιτεί η ελευθερία του λαού
Οι λαοί δεν κρίνουν όπως τα δικαστήρια
Δεν εκδίδουν καθόλου αποφάσεις
Οι λαοί ρίχνουν τον κεραυνό!»
(Το έφερα με δική μου "ευθύνη" σε μορφη κειμένου ακούγοντάς την στο video που κυκλοφορεί...
Ζητώ προκαταβολικά συγνώμη, αν κάτι παράκουσα...
Είναι πραγματικά συγκλονιστική!
Το έκανα γιά όσους προτιμούν τα γραπτά...
Θα προσπαθήσω έτσι να το δημοσιεύσω και στην εφημερίδα ΠΡΩΤΗ της Ηλείας και στο www.ilialive.gr
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΕΔΩ, ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΖΩΝΤΑΝΑ ΤΟΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ...)
Πατέρα, Σύντροφε…
Γεννήθηκες με ένα πειρασμό: ν’ αλλάξεις τον κόσμο!...Γιατί καταλάβαινες ότι τούτος ο κόσμος είναι πολύ κακός για να είναι οριστικός.
Περπάτησες ναρκοθετημένες δεκαετίες, της πτήσης και τελικά της πτώσης της γενιάς σου, μα άντεχες!
Ξόδεψες ολόκληρη την περιουσία σου, το πεπαιδευμένο μυαλό σου σε ιδέες ευγενικές για ουράνια τόξα αλλά ήλθαν οι καταιγίδες, μα άντεχες!
Αυτό που πίστεψες το θεώρησες αθάνατο κι ανθεκτικό, ενώ αυτό αποδεικνυόταν θνητό και ευάλωτο, μα άντεχες!
Κάθε φορά που χάναμε είχες τη φούρια των προσεχών αγώνων, των μελλοντικών ρεβάνς αλλά ξαναχάναμε, μα άντεχες!
Είδες τους ποιητές μας να τους σκοτώνουν μεγάλες αντένες, είδες επίσημα βολέματα και πολλών αργυρίων προδοσίες, μα άντεχες!
Το όραμά σου παρέμενε πάντα ως κάποτε, ως προσδιορισμός της επιθυμίας σε επόμενο χρόνο, σίγουρα μακρινό, μα άντεχες!
Έβαζες το αυτί σου στο πονεμένο έδαφος της ανθρωπότητας, άκουγες θορύβους, άκουγες προετοιμασίες πολυπόθητων πράξεων και μετά σιωπή, μα άντεχες!
Τέτοιες μέρες να σε πολιορκούν χρόνια τώρα κι εσύ ν’ αντέχεις… Όπως το Καλοκαίρι στην πλατεία συντάγματος, που εισχωρούσες στις νεανικές παρέες κάθε βράδυ κι αναβάπτιζες το χρόνο σε στιγμές που δε θυσιάστηκαν ακόμα. Τότε έλεγες «όλα είναι μπροστά»!...
Όμως, πατέρα, ο καιρός αποσύρθηκε. Μετατράπηκε σε ένα ακόμη παρελθόν, σ’ ένα ακόμη τέλος. Στο πιο σκληρό και επικίνδυνο τέλος.
Αυτό πατέρα δεν το άντεξες.
Σου ήταν αδιανόητο να σκοτώνουν την ελευθερία, τη Δημοκρατία, την αξιοπρέπεια!
Σου ήταν αδιανόητο να ορθώνουν γύρω μας τον κλοιό του πιο σκληρού κοινωνικού και πολιτικού απαρτχάιντ.
Σου ήταν αδιανόητο να εκχωρούν την ανεξαρτησία και να εκχωρούν τα κλειδιά της πατρίδας μας.
Σου ήταν αδιανόητο η Ελλάδα να μην αναγνωρίζει τα παιδιά της και τα παιδιά της να μην αναγνωρίζουν την Ελλάδα.
Σου ήταν αδιανόητη η κτηνωδία του Καπιταλισμού να περιδιαβαίνει τις ζωές μας και γύρω μας να μην συμβαίνει τίποτε –ή σχεδόν τίποτε…
Και τότε, πήρες την απόφασή σου: Αποφάσισες να γίνεις ο φόβος, ο θάνατος, η μνήμη η ανήμερη, ο καημός της χαλασμένης μας ζωής!
Αποφάσισες να πολιορκήσεις το «κοίταζε τη δουλειά σου»!
Αποφάσισες να θρυμματίσεις τον ύπνο μας!
Αποφάσισες τα λόγια σου να γίνουν σφαίρες αμέτρητες στους αδιάφορους διαβάτες. Και είναι αυτός ο λόγος σου, πατέρα, που η πράξη σου είναι βαθύτατα πολιτική!
Η απόφασή σου δεν αποτελεί παρά «το σπάραγμα μιας ζωής που ζητάει να ζήσει!...», όπως γράφει ο Ρίτσος. Και είναι αυτός ο λόγος, πατέρα, που η πράξη σου είναι έξοχα ποιητική!
Ήρθε τώρα η ώρα των λογαριασμών. Εσύ το πλήρωσες με τη θυσία σου. Τώρα είναι η ώρα η δική μας!
Πατέρα, είναι τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, γιατί δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα τόσο δα, ξέφτι από την προσδοκία σου.
Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, για να πάρουμε το κομμάτι που μας αναλογεί από το όνειρό σου.
Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, για να πολλαπλασιάσουμε το όνειρο, αυτό που τώρα κουβαλάμε πιο βαριά, γιατί με την απουσία σου λιγοστεύουν οι πλάτες.
Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ, γιατί όπως έγραφε το σημείωμα ενός νέου στην πλατεία συντάγματος: «είμαστε 11.000.000 ζωντανοί και το όνομά μας είναι ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ!»
Πατέρα μου, εμένα και τη σύντροφο της ζωή σου, τη μάνα, το ξέρεις, δε μας αφήνεις μετέωρες. Έχουμε πάντα στο μυαλό μας εκείνο το τελευταίο σου βλέμμα και θα είναι το απάγκιο μας όταν αγριεύουν οι μέρες και μας απειλούν.
Σύντροφε, πατέρα, μεγάλωσα πια και με αναγκάζεις να μάθω ξανά τις συλλαβές, να βάλω τα άρθρα, να φτιάξω τις προτάσεις, να ξαναψελλίσω τον κόσμο, να ανασυνθέσω τον ορίζοντα και να τον ξαναταξιδέψω αλλά όχι με μεσίστιες σημαίες, γιατί όπως εσύ μου υπογράμμισες στο τελευταίο βιβλίο που μου χάρισες στις 15 του Μάρτη και ζήτησες να γίνει το Ευαγγέλιό μου:
«…Η δίκη του τυράννου είναι η εξέγερση
Η απόφαση είναι η ανατροπή της εξουσίας του
Η ποινή, αυτή που απαιτεί η ελευθερία του λαού
Οι λαοί δεν κρίνουν όπως τα δικαστήρια
Δεν εκδίδουν καθόλου αποφάσεις
Οι λαοί ρίχνουν τον κεραυνό!»
(Το έφερα με δική μου "ευθύνη" σε μορφη κειμένου ακούγοντάς την στο video που κυκλοφορεί...
Ζητώ προκαταβολικά συγνώμη, αν κάτι παράκουσα...
Είναι πραγματικά συγκλονιστική!
Το έκανα γιά όσους προτιμούν τα γραπτά...
Θα προσπαθήσω έτσι να το δημοσιεύσω και στην εφημερίδα ΠΡΩΤΗ της Ηλείας και στο www.ilialive.gr
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΕΔΩ, ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΖΩΝΤΑΝΑ ΤΟΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ...)
1.4.12
Μια ηλιόλουστη ημέρα (ενός εργατικού φθινοπώρου)
Κυρία, ήρθε η Άνοιξη! Σήμερα λένε, ότι είναι μια μέρα ηλιόλουστη!
Εγώ δεν πήγα σχολείο αλλά στη δουλειά.
Αλλά και σχολείο να πήγαινα το ίδιο θα ήταν…
Στη δουλειά που πήγα, μπήκα μέσα στη φάμπρικα, κάθε δουλειά και φάμπρικα, και ξεκινήσαμε με τους άλλους για να βγει το μεροκάματο.
Αλλά και στο γραφείο να πήγαινα το ίδιο θα ήταν…
Για να ταΐσουμε τα παιδιά να μην πεινάνε, δουλεύαμε.
Αλλά και για το λογαριασμό του κινητού να «εργαζόμουνα» το ίδιο θα ήταν…
Κάποιος είπε κυρία ότι έχει μια πολύ όμορφη μέρα σήμερα…
Αλλά και να μην το λεγε, κυρία, για μένα το ίδιο θα ήταν...
Είπε, πως βγήκε ένας λαμπρός ήλιος, που λούζει με το φως του όλον τον κόσμο!...
Αλλά και να μην έβγαινε, κυρία, για μένα το ίδιο θα ήταν…
…αφού εγώ δεν μπόρεσα να τον δω, γιατί έπιασα δουλειά πριν βγει κι όταν σχολάσω θα έχει ξαναμπεί μέσα. Δεν θα προφτάσω να τον δω, γιατί θα κάνω υπερωρίες, γιατί τα παιδιά θέλουν και ρούχα…άσε που θέλουν και φροντιστήρια…
Κι ακόμη είπε: ότι κάποιοι άνθρωποι πίνουν καφέ στην ανοιξιάτικη λιακάδα και σάστισα… κι ύστερα επαναλάμβανα σκόρπια τα λόγια του: άνθρωποι…καφές… λιακάδα…», τι άνθρωποι είναι αυτοί, κυρία και ποιόν άφησαν να δουλεύει στο «πόδι» τους και μπορούν και λιάζονται;…
Όταν ερχόμουν σχολείο, κυρία, μας έκανες μάθημα και μας τα έλεγες όλα τόσο ωραία… και μάθαμε και για τις εποχές: χειμώνα, άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο!
Μα δεν μας έλεγες την αλήθεια. Μας έλεγες ψέματα! Κι εγώ σε πίστευα… Γιατί αν έλεγες αλήθεια, που είναι οι εποχές; που είναι η άνοιξη, κυρία;
Εγώ μένω σε μια πολυκατοικία, που απέναντι έχει μια άλλη πολυκατοικία πιο μεγάλη από τη δικιά μας, δίπλα έχει μια άλλη, παραδίπλα άλλη.
Ναι, αν πάω έξω από την πόλη θα δω την Άνοιξη αλλά δεν θα ανοίξει μετά η πόρτα της φάμπρικας για μένα… Ξέρεις τι είναι να μην ανοίγει πάλι η πόρτα της φάμπρικας για σένα, κυρία; Είναι σαν ένα ξημέρωμα να ρχεται πάλι ξαφνικά η νύχτα! Ξέρεις τι είναι να ζεις νύχτες σερί;
Κάπου διάβασα για το ηλιοβασίλεμα, αλλά δεν θυμάμαι τι είναι, κυρία. Μήπως μπορείς να μου το θυμίσεις; να μου το περιγράψεις;
…ύστερα είναι κι ΕΚΕΙΝΗ, που μου τραγουδάει:
«Μην πας μια μέρα στη δουλειά σου, μη πας,
δεν ζούμε. Να δούμε αν αγαπιόμαστε, μην πας.
Το σπίτι αυτό αν το πρωί θα τ’ ανεχτούμε.
Να συγυρίζω, να γελάω, να μου μιλάς.
Μην πας.
Τα ίδια έκανε θυμάμαι κι ο μπαμπάς,
μα εμένα ετούτη η διαδοχή μ’ έχει τρομάξει.
πιο άλλο όνειρο ζωής έχεις ξεγράψει,
μην πας…»
Κι εγώ φεύγω…Φεύγω για την φάμπρικα με σκυφτό το κεφάλι και στα χείλη ένα τραγούδι, το ίδιο τραγούδι να λέει, τα ίδια λόγια, εδώ και 30 χρόνια, κάθε ανοιξιάτικο πρωινό:
«σύντροφέ μου, αχ τι κακό,
μέρα με ήλιο σαν κι αυτό,
να την τρώει τ’ αφεντικό…»
Λες να το ξεπεράσω κυρία; Πόσο θα θελα να μιλήσεις και να μου πεις την αλήθεια!... Γιατί αν δεν μου πεις αλήθεια, το ψέμα ή η σιωπή, το ίδιο θα ήταν…
(ΥΓ. Ναι, Δημήτρη, αυτό εννοώ ακριβώς!...Ότι στην «νέα φεουδαρχία» που ζούμε, εμείς οι «νέοι δουλοπάροικοι», για να «ζήσουμε», αναγκαζόμαστε να μην ζούμε! Δηλαδή, για να επιβιώσουμε, αναγκαζόμαστε να μην χαιρόμαστε τα καθημερινά θαύματα της Μητέρας Φύσης, να μην χαιρόμαστε την ζωή…)
Εγώ δεν πήγα σχολείο αλλά στη δουλειά.
Αλλά και σχολείο να πήγαινα το ίδιο θα ήταν…
Στη δουλειά που πήγα, μπήκα μέσα στη φάμπρικα, κάθε δουλειά και φάμπρικα, και ξεκινήσαμε με τους άλλους για να βγει το μεροκάματο.
Αλλά και στο γραφείο να πήγαινα το ίδιο θα ήταν…
Για να ταΐσουμε τα παιδιά να μην πεινάνε, δουλεύαμε.
Αλλά και για το λογαριασμό του κινητού να «εργαζόμουνα» το ίδιο θα ήταν…
Κάποιος είπε κυρία ότι έχει μια πολύ όμορφη μέρα σήμερα…
Αλλά και να μην το λεγε, κυρία, για μένα το ίδιο θα ήταν...
Είπε, πως βγήκε ένας λαμπρός ήλιος, που λούζει με το φως του όλον τον κόσμο!...
Αλλά και να μην έβγαινε, κυρία, για μένα το ίδιο θα ήταν…
…αφού εγώ δεν μπόρεσα να τον δω, γιατί έπιασα δουλειά πριν βγει κι όταν σχολάσω θα έχει ξαναμπεί μέσα. Δεν θα προφτάσω να τον δω, γιατί θα κάνω υπερωρίες, γιατί τα παιδιά θέλουν και ρούχα…άσε που θέλουν και φροντιστήρια…
Κι ακόμη είπε: ότι κάποιοι άνθρωποι πίνουν καφέ στην ανοιξιάτικη λιακάδα και σάστισα… κι ύστερα επαναλάμβανα σκόρπια τα λόγια του: άνθρωποι…καφές… λιακάδα…», τι άνθρωποι είναι αυτοί, κυρία και ποιόν άφησαν να δουλεύει στο «πόδι» τους και μπορούν και λιάζονται;…
Όταν ερχόμουν σχολείο, κυρία, μας έκανες μάθημα και μας τα έλεγες όλα τόσο ωραία… και μάθαμε και για τις εποχές: χειμώνα, άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο!
Μα δεν μας έλεγες την αλήθεια. Μας έλεγες ψέματα! Κι εγώ σε πίστευα… Γιατί αν έλεγες αλήθεια, που είναι οι εποχές; που είναι η άνοιξη, κυρία;
Εγώ μένω σε μια πολυκατοικία, που απέναντι έχει μια άλλη πολυκατοικία πιο μεγάλη από τη δικιά μας, δίπλα έχει μια άλλη, παραδίπλα άλλη.
Ναι, αν πάω έξω από την πόλη θα δω την Άνοιξη αλλά δεν θα ανοίξει μετά η πόρτα της φάμπρικας για μένα… Ξέρεις τι είναι να μην ανοίγει πάλι η πόρτα της φάμπρικας για σένα, κυρία; Είναι σαν ένα ξημέρωμα να ρχεται πάλι ξαφνικά η νύχτα! Ξέρεις τι είναι να ζεις νύχτες σερί;
Κάπου διάβασα για το ηλιοβασίλεμα, αλλά δεν θυμάμαι τι είναι, κυρία. Μήπως μπορείς να μου το θυμίσεις; να μου το περιγράψεις;
…ύστερα είναι κι ΕΚΕΙΝΗ, που μου τραγουδάει:
«Μην πας μια μέρα στη δουλειά σου, μη πας,
δεν ζούμε. Να δούμε αν αγαπιόμαστε, μην πας.
Το σπίτι αυτό αν το πρωί θα τ’ ανεχτούμε.
Να συγυρίζω, να γελάω, να μου μιλάς.
Μην πας.
Τα ίδια έκανε θυμάμαι κι ο μπαμπάς,
μα εμένα ετούτη η διαδοχή μ’ έχει τρομάξει.
πιο άλλο όνειρο ζωής έχεις ξεγράψει,
μην πας…»
Κι εγώ φεύγω…Φεύγω για την φάμπρικα με σκυφτό το κεφάλι και στα χείλη ένα τραγούδι, το ίδιο τραγούδι να λέει, τα ίδια λόγια, εδώ και 30 χρόνια, κάθε ανοιξιάτικο πρωινό:
«σύντροφέ μου, αχ τι κακό,
μέρα με ήλιο σαν κι αυτό,
να την τρώει τ’ αφεντικό…»
Λες να το ξεπεράσω κυρία; Πόσο θα θελα να μιλήσεις και να μου πεις την αλήθεια!... Γιατί αν δεν μου πεις αλήθεια, το ψέμα ή η σιωπή, το ίδιο θα ήταν…
(ΥΓ. Ναι, Δημήτρη, αυτό εννοώ ακριβώς!...Ότι στην «νέα φεουδαρχία» που ζούμε, εμείς οι «νέοι δουλοπάροικοι», για να «ζήσουμε», αναγκαζόμαστε να μην ζούμε! Δηλαδή, για να επιβιώσουμε, αναγκαζόμαστε να μην χαιρόμαστε τα καθημερινά θαύματα της Μητέρας Φύσης, να μην χαιρόμαστε την ζωή…)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)