1.2.06

Για να φεύγει ο πόνος…

Όταν το «Μεγάλο Πνεύμα» έφτιαξε όλα τα πράγματα, έδωσε στους «Πρώτους Ανθρώπους» δώρα, κλεισμένα σε σκαλισμένα κουτιά από κέδρο. Οι «Πρώτοι Άνθρωποι» ήταν τα ζώα, τα πλάσματα που υπήρχαν πριν από εμάς.
Σε ένα κουτί υπήρχε το νερό.
Κι όταν το κουτί ανοίχτηκε, το νερό βγήκε έξω κι ανέβηκε στον ουρανό. Έτσι έγιναν τα σύννεφα. Μετά, έπεσε σαν βροχή από τον ουρανό και σχημάτισε τα ποτάμια, που χύθηκαν στα μεγάλα κοιλώματα κι έγινε η θάλασσα.
Σε ένα άλλο κουτί, ήταν όλα τα βουνά.
Τοποθετήθηκαν εκεί που στέκονται ακόμα, μέχρι σήμερα.
Σε άλλα δύο κουτιά, ήταν όλοι οι σπόροι των φυτών και ο άνεμος. Φύσηξε και σκόρπισε τους σπόρους στις τέσσερις γωνιές του κόσμου...

Όλοι οι «Πρώτοι Άνθρωποι» άνοιξαν τα κουτιά τους, εκτός από το Γλάρο. Στο κουτί του Γλάρου ήταν όλο το φως του κόσμου. Όμως, ο Γλάρος, κράταγε σφιχτά επάνω του το κουτί, χωρίς να το ανοίγει. Έτσι, τον πρώτο καιρό, στον κόσμο υπήρχε μόνο σκοτάδι...
Τα ζώα-άνθρωποι παρακαλούσαν τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί, αλλά αυτός το κράταγε σφιχτά κάτω από τη φτερούγα του. Έτσι, οι «Πρώτοι Άνθρωποι» ζήτησαν τη βοήθεια του Κόρακα, που ήταν ξάδελφος του Γλάρου.

Και τι δεν δοκίμασε ο Κόρακας για να πείσει τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί με το φως του κόσμου. Τον παρακάλεσε, τον κολάκεψε, τον απείλησε... τίποτα! Σκέφτηκε τότε ο Κόρακας, νευριασμένος: «Ο Γλάρος κάνει κακό στους Ανθρώπους (κακό πουλί…) του αξίζει να του μπει ένα αγκάθι στο πόδι...» Ο,τι σκεφτότανε ο Κόρακας, γινόταν πραγματικότητα (χμ…χρήσιμο πουλί). Έτσι, ο Γλάρος ξαφνικά άρχισε να φωνάζει από πόνο: «Το πόδι μου, το πόδι μου, κάτι τρύπησε το πόδι μου!...»
Ο Κόρακας προσφέρθηκε να βοηθήσει, σαν να μην ήξερε τι είχε συμβεί. Έσκυψε, είδε το αγκάθι, αλλά αντί να το τραβήξει έξω το έσπρωξε ακόμα πιο μέσα! «Ωχ, Γλάρε μου, με συγχωρείς. Δεν βλέπω τι κάνω. Μακάρι να υπήρχε φως, έστω και λίγο... Θα έβλεπα τι είναι αυτό που σε πονάει και οπωσδήποτε κάτι θα έκανα...»

Τότε, ο Γλάρος άνοιξε λίγο το καπάκι και άφησε να βγει λίγο φως από το κουτί. Ξέφυγαν πολλά μόρια φωτός, ξεχύθηκαν στον ουρανό και ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε τα Αστέρια. Κι ήταν πολύ όμορφα...

Έσκυψε ξανά ο Κόρακας κοντά στο πόδι του Γλάρου και έσπρωξε ακόμα πιο μέσα το αγκάθι. Ο Γλάρος έβγαλε δυνατή κραυγή από τον πόνο κλαίγοντας...
«Με συγχωρείς, δεν υπάρχει αρκετό φως. Άνοιξε ακόμα λίγο το κουτί!» είπε ο Κόρακας.
Ο Γλάρος σήκωσε λίγο ακόμα το καπάκι και βγήκε ένα αμυδρό φως, που υψώθηκε στον ουρανό. Ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε το Φεγγάρι. Κι ήταν πολύ όμορφο...

Ο Κόρακας έσκυψε ξανά και έσπρωξε πιο βαθιά το αγκάθι στο πόδι του Γλάρου. Ο Γλάρος έβγαλε μια δυνατή κραυγή, άνοιξε και τα δύο φτερά του και το κουτί έπεσε κάτω. Το καπάκι άνοιξε κι από το κουτί βγήκε μια τεράστια μπάλα από φωτιά που τινάχτηκε ψηλά στον ουρανό. Ο Κόρακας δεν μπορούσε να κοιτάξει αυτό το τόσο δυνατό φως, δεν μπορούσε να κοιτάξει ...τον Ήλιο! Μπόρεσε όμως να δει καθαρά και να βγάλει το αγκάθι από το πόδι του Γλάρου...
Ο Γλάρος τότε κατάλαβε ότι η απροθυμία του να δώσει αυτό που κατείχε, του έφερνε πόνο. Μόνο όταν δίνεις χωρίς ενδοιασμούς, φεύγει ο πόνος και ανοίγει ο δρόμος για την ελευθερία.
Αν πας ποτέ στα μέρη που ζει ο Γλάρος, θα δεις ότι μερικές φορές το πουλί σηκώνει το ένα του πόδι και στέκεται στο άλλο. Ο πόνος από το αγκάθι ακόμη δεν έχει ξεχαστεί...

(Από τις ιστορίες των Ινδιάνων Νούτκα, που ζουν στο Βανκούβερ του Καναδά)
εγώ την βρήκα κάπως έτσι στο blog του Γέρου
την βάζω γιατί πιστεύω ότι αξίζει να την διαβάσετε κι όσοι δεν την είδατε...

2 σχόλια:

Χρήστος Αθανάσουλας είπε...

Καλό μήνα και να προσέχουμε τα... αγκάθια!
:)

Xνούδι είπε...

Υπέροχο. Αστέρια, φεγγάρι και ήλιος. Λατρεμένα!!!!!


Καληνύχτα στον πιο έναστρο ουρανό alas.