16.5.06

ΜΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΖΩΗΣ

Ήταν γύρω στις 2:30 τη νύχτα όταν έφτασα. Το κτήριο ήταν σκοτεινό με ένα μοναδικό φωτισμένο παράθυρο στο ισόγειο.
Στη θέση μου πολλοί οδηγοί θα κόρναραν μια ή δύο φορές και θα έφευγαν. Είχα όμως δει πολλούς ανθρώπους που χρειάζονταν βοήθεια και το ταξί ήταν το μοναδικό μέσο μεταφοράς, που τους είχε απομείνει…

Ίσως αυτός ο επιβάτης είναι κάποιος που χρειάζεται τη βοήθειά μου, σκέφτηκα. Ένοιωσα φόβο, όμως περπάτησα προς την πόρτα και χτύπησα.
"Ένα λεπτό", ακούστηκε μια ηλικιωμένη φωνή. Μπορούσα να ακούσω κάτι σαν σύρσιμο πάνω στο πάτωμα, που να γίνεται όλο και πιο έντονο, καθώς πλησίαζε προς την πόρτα.

Μετά από 5-6 λεπτά, η πόρτα άνοιξε. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα γύρω στα '80 στάθηκε μπροστά μου. Φορούσε ένα φόρεμα με πολλά σχέδια κι’ ένα καπέλο με πέπλο που μου θύμισε κινηματογράφο της δεκαετίας του '40.
Δίπλα της ήταν μια μικρή νάυλον βαλίτσα. Το διαμέρισμα έμοιαζε ακατοίκητο για χρόνια. Τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με σεντόνια. Δεν υπήρχε κανένα ρολόι ή κάδρο στους τοίχους. Στη γωνία ήταν ένα χάρτινο κουτί γεμάτο φωτογραφίες και γυαλικά.

"Μπορείτε να μεταφέρετε την τσάντα μου έξω στο αυτοκίνητο"; μου είπε.
Πήρα τη βαλίτσα στο ταξί κι επέστρεψα να τη βοηθήσω. Πήρε το χέρι μου και περπατήσαμε αργά.
Με ευχαρίστησε και της απάντησα: " Προσπαθώ να φέρομαι στους επιβάτες μου όπως θα ήθελα να φερθεί κάποιος στην μητέρα μου".
"Είσαι τόσο καλός άνθρωπος…", είπε.

Όταν μπήκαμε στο αμάξι, μου έδωσε μια διεύθυνση και μου είπε: "Θα μπορούσες να με πας εκεί διασχίζοντας την πόλη;"
Της απάντησα βιαστικά: "Δεν είναι και ο πιο σύντομος δρόμος"…
"Δεν βιάζομαι", είπε. "Είμαι στο δρόμο για το γηροκομείο". Την κοίταξα από τον καθρέφτη. Τα μάτια της άστραφταν. "Δεν αφήνω πίσω οικογένεια", συνέχισε. "Ο γιατρός λέει ότι δεν έχω πολύ χρόνο ακόμα"...

Έκλεισα το μετρητή. "Ποια διαδρομή θα προτιμούσατε"; την ρώτησα.

Για τις επόμενες δύο ώρες, οδηγούσα μέσα στην πόλη. Μου έδειξε το κτήριο όπου είχε εργαστεί μια φορά ως πωλήτρια. Περάσαμε από την γειτονιά που είχε ζήσει κάποτε με το σύζυγό της…

Με έβαλε να σταματήσω για λίγο μπροστά από μια αποθήκη επίπλων… Ήταν κάποτε αίθουσα χορού όπου πήγαινε μικρή…

Μερικές φορές μου ζητούσε να πηγαίνω πιο αργά μπροστά από κάποια κτήρια, που τα κοιτούσε επίμονα, αμίλητα στο σκοτάδι...

Μόλις άρχισε να ξημερώνει μου είπε ξαφνικά: "Είμαι κουρασμένη. Πήγαινέ με τώρα στη διεύθυνση που σου έδωσα".
Οδήγησα μέχρι εκεί χωρίς να μιλάμε καθόλου. Ήταν ένα χαμηλό κτήριο. Δύο ηλικιωμένοι ήρθαν μέχρι το αμάξι. Ήταν ανήσυχοι και πρόσεχαν κάθε της κίνηση. Πρέπει να την περίμεναν.

Μετέφερα τη μικρή βαλίτσα προς την είσοδο. Η γυναίκα είχε ήδη καθίσει σε μια αναπηρική καρέκλα.
"Πόσο σας οφείλω"; ρώτησε, ανοίγοντας το πορτοφόλι της.
"Τίποτα", είπα.
"Πρέπει να βγάλετε τα προς το ζην", επέμεινε.
"Υπάρχουν και άλλοι επιβάτες", της είπα και την αγκάλιασα αυθόρμητα. Με κράτησε σφιχτά…
"Δώσατε σε μια γιαγιά, μια μικρή στιγμή χαράς. Σας ευχαριστώ", είπε. Έσφιξα το χέρι της και μπήκα στο ταξί κλείνοντας την πόρτα.
Ήταν ο ήχος του κλεισίματος μιας ζωής.

Δεν πήρα άλλους επιβάτες εκείνη την ημέρα. Οδηγούσα χαμένος στις σκέψεις μου και μετά βίας μπορούσα να μιλήσω.
Τι θα συνέβαινε αν εκείνη η γυναίκα είχε πάρει έναν οδηγό, που ήταν κουρασμένος, νευρικός ή αγχωμένος;
Τι θα συνέβαινε αν εγώ αρνιόμουν να κάνω ό,τι ζήτησε;

Σκέφτομαι ότι δεν έχω κάνει τίποτα σημαντικότερο στη ζωή μου. Έχουμε μάθει ότι οι ζωές μας εξαρτώνται από τις μεγάλες στιγμές. Αλλά οι μεγάλες στιγμές μας πιάνουν συχνά απροετοίμαστους και πολλές φορές είναι τόσο καλά καμουφλαρισμένες, που τις θεωρούμε μικρές κι ασήμαντες.
Οι άνθρωποι μπορεί να μην θυμούνται τι ακριβώς κάνατε ή τι ακριβώς είπατε αλλά πάντα θα θυμούνται πως τους κάνατε να αισθανθούν!


Μια ιστοριούλα αφιερωμένη στο φίλο μου το Δημήτρη Κ., τον ταξιτζή (…τον ταρίφα, αν προτιμάτε). Έναν από τους πιο ξεχωριστούς ανθρώπους αυτής της πόλης. "Μήτσο, χάρισέ το με τη σειρά σου στη "πιάτσα", σε όσους θα κάνανε το ίδιο μ’ εσένα. Εσύ τους ξέρεις καλύτερα. Εγώ ελπίζω ότι είναι πολλοί".

8 σχόλια:

114ΛΕΞΕΙΣ είπε...

Ολη η ζωη μια βολτα. Πολυ όμορφο.

ma.beez είπε...

Στα 19 μου σπουδάστρια στη Αθήνα, με σταματάει μια καλοβαλμένη κυρία, ηλικιωμένη μου είχε φανεί τότε, και με χαιρετάει. Την κοιτάζω απορημένη και της λέω πως μάλλον με έχει παραγνωρίσει. «Όχι», μου λέει, «καλή μου, αλλά δεν έχω κανέναν για να μιλήσω.» Έμεινα εμβρόντητη, αυτή χαμογέλασε και χωριστήκαμε.
Όποτε το θυμάμαι αυτό έχω τύψεις που δεν της πρότεινα να πάμε για ένα καφέ, να μιλήσουμε, μα την κοιτούσα ηλίθια μέχρι που έφυγα.

Lion είπε...

Η ιστορια αληθινη η συμβολικη;

Αν ειναι αληθινη, τοτε αλλάζει ο τρόπος που αντιμετωπίζω τους ταξιτζήδες (που δεν ηταν καθόλου κολακευτικός μέχρι τώρα). Συγχαρητήρια στον φίλο σου.

Οσο για τις "μεγαλες στιγμες": μονο οταν περάσουν καταλαβαίνουμε (και αν) οτι ηταν μεγάλες. Πρέπει λοιπόν να είμαστε κάθε στιγμή σε ετοιμότητα.

Καλημερα.

Περαστικός είπε...

Μια όμορφη ιστορία πολύ μεγάλης ευαισθησίας. Συγχαρητήρια. Και εγώ δεν έχω σχηματίσει την καλύτερη άποψη για τους ταξιτζήδες αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις.

yorgos είπε...

υπέροχο.

Αταίριαστος είπε...

Να, κάτι τέτοια κείμενα κάνουν το σερφάρισμα να αξίζει...

Χρήστος Αθανάσουλας είπε...

...είναι...δεν είναι οι ταξιτζήδες τόσο καλοί...εγώ πάντως έχω ανάγκη να ελπίζω ότι υπάρχουν και τέτοιοι...σαν τον Μήτσο, το φίλο μου, που -κι ας μην έζησε αυτή την ιστορία έχει ζήσει καλύτερες

philos είπε...

Μπράβο, έθιξες πολύ σοβαρά θέματα.