Εδώ πολυτεχνείο... Εγώ πολυτεχνείο…
Εσύ στο Δημαρχείο…
Γεια...
Με θυμάσαι;
Την πρώτη φορά που σε άκουγα ήταν στην αίθουσα της Αποστολικής Διακονίας. Δεν ξέρω αν έπρεπε να το θεωρήσω κακό σημάδι αυτό αλλά δεν το έκανα…
Ίσως φταίει αυτός που καθόταν δίπλα μου. Ήταν ένας τύπος με μπερέ που κάπνιζε τσιμπούκι. Εγώ sante σκέτα. Ήταν οι καιροί που κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα κάθεται να συζητά, να ανταλλάσσει σκέψεις, καημούς και όνειρα, χωρίς να καπνίζει. Ακόμη κι αν ήταν στην αίθουσα της Αποστολικής Διακονίας… Εσύ ήσουν αντικαπνιστής από τότε. Δεν ξέρω αν έπρεπε να το θεωρήσω κακό σημάδι αυτό αλλά δεν το έκανα…
Ίσως φταίει αυτός που καθόταν δίπλα μου. Ήταν ξένος στην πόλη μας. Τον έπεισα όμως να έλθει να σ’ ακούσει λέγοντάς του ότι είσαι ένας τύπος που «τα λέει ωραία». Δεν ξέρω αν έπρεπε να το θεωρήσω κακό «χάρισμά» σου αυτό αλλά δεν το έκανα…
Ίσως φταίει αυτός που καθόταν δίπλα μου. Και που από τα πρώτα λεπτά της ομιλίας σου, στριφογύρισε από ενθουσιασμό το τσιμπούκι του κι εκτοξεύτηκε σαν βεγγαλικό ο αναμμένος καπνός του…
Με θυμάσαι;
Είμαι κείνο το παιδί, που μόνο άκουγε κείνο το βράδυ του Νοέμβρη, από το ραδιοκασετόφωνο που ‘χε δίπλα στο κρεβάτι του.
Ύστερα ο έφηβος που γέμιζε τα αυτιά του και φούσκωνε την ψυχή του: «εδώ πολυτεχνείο, εδώ πολυτεχνείο...»
Είμαι ο γιος κείνης που άναβε το καντήλι, τρέμοντας αν θα γυρίσω πίσω ξανά, αλλά και με την περηφάνια, πως το παιδί της πολέμαγε αυτό το σύστημα που εργοστάσιό του «έφαγε» τον πατέρα του…
Την επιταγή των κοινωνικών μου αγώνων, ξέρεις, δε την εξαργύρωσα ποτέ. Την κρατάω πάντα στην ψυχή μου σαν κάτι όμορφο, δυνατό, σαν καμάρι μου και φυλαχτό μου.
Με θυμάσαι;
Με ξανάδες όταν σε στήριξα στο δρόμο για το «ταμείο». Άλλα νόμιζα… Σου άρεσα. Δεν ξέρω αν έπρεπε να το θεωρήσω κακό σημάδι αυτό αλλά δεν το έκανα…
Μετά, κάποιους άλλους καιρούς, με ξανάδες χρεοκοπημένο να προσπαθώ χωρίς καμιά ελπίδα να σώσω το σπίτι μου…
Ήμουνα εκεί, και σου φώναζα το ίδιο σύνθημα με τότε, και κάτι νεαροί δίπλα μου συμπλήρωναν ότι η «χούντα δεν τελείωσε το 73». Αλλά εγώ δεν ήθελα να το φωνάξω αυτό, γιατί δεν ήθελα να παραδεχτώ ότι δεν είχε τελειώσει η χούντα...
Με θυμάσαι;
Δεν έχει φαντάρους τώρα αλλά έχει αυτούς δίπλα σου, με τα σακάκια. Πολλά σακάκια… Ξέρεις, τα φοβάμαι τα σακάκια…
Δεν ξέρω αν είναι από τότε που ένας έφηβος μου έλεγε: «Όταν οι γονείς μου ήσαν στα δικαστήρια για το διαζύγιό τους, καλούσαν εκεί εμένα και την αδελφή μου και μας ρωτούσαν, κάποιοι άνθρωποι με σακάκια, με ποιον θέλουμε να πάμε με τη μάνα μου ή με τον πατέρα μου… κι εγώ δεν ήθελα να τους πω. Κι όλο με ρωτούσαν βασανιστικά επίμονα αυτές οι φωνές που έβγαιναν από τα σακάκια… Κι από τότε τα μισώ τα σακάκια… Θέλω να βγω στους δρόμους και να γράφω στους τοίχους: ΚΑΤΩ ΤΑ ΣΑΚΑΚΙΑ!!!»…
Από τότε μίσησα κι εγώ τα σακάκια… Κι όλοι γύρω σου σακάκια φοράνε… Και πέρασα τα 55 και δεν έχω πια τις ίδιες αντοχές αλλά ούτε ψυχραιμίες, καθώς σας αντικρίζω μες στα σακάκια σας χωμένους…
Με θυμάσαι;
...όταν παίρνεις το μικρόφωνο και λες ότι είμαι μια μειοψηφία που καταλύει τη δημοκρατία;... Προφανώς για να πείσεις ότι υπάρχει δημοκρατία το λες, ξέρω… Δεν ξέρω όμως αν έπρεπε να το θεωρήσω κακό σημάδι αυτό αλλά δεν το έκανα…
Ίσως φταίνε αυτοί που κάθονται δίπλα μου…
«ΕΔΩ Πολυτεχνείο, ΕΔΩ Πολυτεχνείο, ΕΓΩ πολυτεχνείο…», μου λένε. «Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των προδομένων αγωνιζόμενων φοιτητών, των προδομένων αγωνιζόμενων Ελλήνων…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου