Κυρία, ήρθε η Άνοιξη! Σήμερα λένε, ότι είναι μια μέρα ηλιόλουστη!
Εγώ δεν πήγα σχολείο αλλά στη δουλειά.
Αλλά και σχολείο να πήγαινα το ίδιο θα ήταν…
Στη δουλειά που πήγα, μπήκα μέσα στη φάμπρικα, κάθε δουλειά και φάμπρικα, και ξεκινήσαμε με τους άλλους για να βγει το μεροκάματο.
Αλλά και στο γραφείο να πήγαινα το ίδιο θα ήταν…
Για να ταΐσουμε τα παιδιά να μην πεινάνε, δουλεύαμε.
Αλλά και για το λογαριασμό του κινητού να «εργαζόμουνα» το ίδιο θα ήταν…
Κάποιος είπε κυρία ότι έχει μια πολύ όμορφη μέρα σήμερα…
Αλλά και να μην το λεγε, κυρία, για μένα το ίδιο θα ήταν...
Είπε, πως βγήκε ένας λαμπρός ήλιος, που λούζει με το φως του όλον τον κόσμο!...
Αλλά και να μην έβγαινε, κυρία, για μένα το ίδιο θα ήταν…
…αφού εγώ δεν μπόρεσα να τον δω, γιατί έπιασα δουλειά πριν βγει κι όταν σχολάσω θα έχει ξαναμπεί μέσα. Δεν θα προφτάσω να τον δω, γιατί θα κάνω υπερωρίες, γιατί τα παιδιά θέλουν και ρούχα…άσε που θέλουν και φροντιστήρια…
Κι ακόμη είπε: ότι κάποιοι άνθρωποι πίνουν καφέ στην ανοιξιάτικη λιακάδα και σάστισα… κι ύστερα επαναλάμβανα σκόρπια τα λόγια του: άνθρωποι…καφές… λιακάδα…», τι άνθρωποι είναι αυτοί, κυρία και ποιόν άφησαν να δουλεύει στο «πόδι» τους και μπορούν και λιάζονται;…
Όταν ερχόμουν σχολείο, κυρία, μας έκανες μάθημα και μας τα έλεγες όλα τόσο ωραία… και μάθαμε και για τις εποχές: χειμώνα, άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο!
Μα δεν μας έλεγες την αλήθεια. Μας έλεγες ψέματα! Κι εγώ σε πίστευα… Γιατί αν έλεγες αλήθεια, που είναι οι εποχές; που είναι η άνοιξη, κυρία;
Εγώ μένω σε μια πολυκατοικία, που απέναντι έχει μια άλλη πολυκατοικία πιο μεγάλη από τη δικιά μας, δίπλα έχει μια άλλη, παραδίπλα άλλη.
Ναι, αν πάω έξω από την πόλη θα δω την Άνοιξη αλλά δεν θα ανοίξει μετά η πόρτα της φάμπρικας για μένα… Ξέρεις τι είναι να μην ανοίγει πάλι η πόρτα της φάμπρικας για σένα, κυρία; Είναι σαν ένα ξημέρωμα να ρχεται πάλι ξαφνικά η νύχτα! Ξέρεις τι είναι να ζεις νύχτες σερί;
Κάπου διάβασα για το ηλιοβασίλεμα, αλλά δεν θυμάμαι τι είναι, κυρία. Μήπως μπορείς να μου το θυμίσεις; να μου το περιγράψεις;
…ύστερα είναι κι ΕΚΕΙΝΗ, που μου τραγουδάει:
«Μην πας μια μέρα στη δουλειά σου, μη πας,
δεν ζούμε. Να δούμε αν αγαπιόμαστε, μην πας.
Το σπίτι αυτό αν το πρωί θα τ’ ανεχτούμε.
Να συγυρίζω, να γελάω, να μου μιλάς.
Μην πας.
Τα ίδια έκανε θυμάμαι κι ο μπαμπάς,
μα εμένα ετούτη η διαδοχή μ’ έχει τρομάξει.
πιο άλλο όνειρο ζωής έχεις ξεγράψει,
μην πας…»
Κι εγώ φεύγω…Φεύγω για την φάμπρικα με σκυφτό το κεφάλι και στα χείλη ένα τραγούδι, το ίδιο τραγούδι να λέει, τα ίδια λόγια, εδώ και 30 χρόνια, κάθε ανοιξιάτικο πρωινό:
«σύντροφέ μου, αχ τι κακό,
μέρα με ήλιο σαν κι αυτό,
να την τρώει τ’ αφεντικό…»
Λες να το ξεπεράσω κυρία; Πόσο θα θελα να μιλήσεις και να μου πεις την αλήθεια!... Γιατί αν δεν μου πεις αλήθεια, το ψέμα ή η σιωπή, το ίδιο θα ήταν…
(ΥΓ. Ναι, Δημήτρη, αυτό εννοώ ακριβώς!...Ότι στην «νέα φεουδαρχία» που ζούμε, εμείς οι «νέοι δουλοπάροικοι», για να «ζήσουμε», αναγκαζόμαστε να μην ζούμε! Δηλαδή, για να επιβιώσουμε, αναγκαζόμαστε να μην χαιρόμαστε τα καθημερινά θαύματα της Μητέρας Φύσης, να μην χαιρόμαστε την ζωή…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου